- πολυυδρία
- η, ΝΑ [πολύυδρος]η αφθονία νερού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυυδρία — πολυυδρίᾱ , πολυυδρία plenty of water fem nom/voc/acc dual πολυυδρίᾱ , πολυυδρία plenty of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυδρίαι — πολυυδρίᾱͅ , πολυυδρία plenty of water fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυδρίαν — πολυυδρίᾱν , πολυυδρία plenty of water fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μισούρι — I (Missouri). Ποταμός (4.740 χλμ.) των ΗΠΑ, ο μεγαλύτερος δεξιός παραπόταμος του Μισισιπή. Πηγάζει από τις ανατολικές πλαγιές των Βραχωδών Ορέων και σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Τζέφερσον και Μάντισον. Το μεγαλύτερο μέρος του πάνω ρου… … Dictionary of Greek